Το σακούλι με δυο κέρματα (του Ιον Κρεάνγκα)

2012-04-25 18:28

Ήταν κάποτε μια γριά και ένας γέρος. Η γριά είχε μια κότα, και ο γέρος ένα κόκορα. Η κότα έκανε αυγά δυο φορές την ημέρα και η γριά έτρωγε πολύ και στο γέρο δεν έδινε τιποτα. Μια μέρα λοιπόν ο γέρος νευριασμένος πάει στιν γριά και λέει:
-Εσύ τρως πολύ και χορταίνεις, δώσε μου και εμένα μερικά αυγά να χορτάσω και εγώ.
Όχι! Λέει η γριά που ήταν πάρα πολύ τσιγκούνα. Άμα θέλεις αυγά, χτύπα και εσύ τον κόκορα σου, όπως έκανα και εγώ! Κοίτα πόσα αυγά κάνει η κότα μου!!!
Ο γέρος, πιστεύοντας όλα όσα λέει η γρια, πήγε σπίτι του πεινασμένος και έδωσε ένα καλό ξύλο στον κόκορα λέγοντας του:
-Ή κάνεις αυγά, ή φεύγεις από το σπίτι μου, να μην σε τάιζω τσάμπα.
Ο κόκορας ξέφυγε από τα χέρια του γέρου, την κοπάνησε και απο το σπίτι. Ο κόκορας γηρεύοντας στο δρόμο βρίσκει ένα σακούλι με δυο κέρματα. Το παίρνει στο ράμφος και γυρνάει προς το σπίτι του γέρου. Στο δρόμο συναντάει μία καρότσα με ένα πλούσιο και δύο κυρίες. Ο πλούσιος κοιτάει περίεργα προς τον κόκορα και λέει στον οδηγό:
-Κατέβα και δες τι έχει αυτός ο κόκορας στο ράμφος.
Ο οδηγός κοιτάει και λέει στον πλούσιο:
-Το σακούλι έχει μέσα δύο χρύσα κέρματα.
Ο πλούσιος χωρίς να νοιαστεί παίρνει το σακούλι και φεύγει. Ο κόκορας από πίσω φωνάζει χωρίς σταματημό:
-Κουκουρίγκου! πλούσιοι, δώστε το σακούλι με δύο κέρματα.
Η καρότσα σταματάει δίπλα σε ένα πηγάδι και ο πλούσιος λέει στον οδηγό να κατέβει και να ρίξει τον κόκορα στο πηγάδι. Τι να κάνει ο οδηγός κατεβαίνει και ρίχνει τον κόκορα στο πηγάδι. Ο κόκορας τότε, ήπιε όλο το νερό του πηγαδιού, έτσι ώστε να μην πνιγεί. Κάποια στιγμή πετάχτηκε έξω, τρέχοντας πίσω από την καρότσα φωνάζοντας πάλι:
-Κουκουρίγκου! πλούσιοι, δώστε το σακούλι με δύο κέρματα.
Ο πλούσιος βλέποντας τον, σταματάει την καρότσα μπρόστα απο το σπίτι του, διατάζοντας την μαγείρισσα να τον βάλει μέσα στον φούρνο που να έχει πολλά αναμέννα κάρβουνα.Τι να κάνει και η μαγείρισσα, υπάκουσε στις εντολές του. Ο κόκορας βγάζει λοιπόν όλο το νερό που είχε καταπιεί και σβήνει τα καυτά κάρβουνα και πηγαίνει στο παράθυρο της κουζίνας φωνάζοντας συνεχώς:
-Κουκουρίγκου! πλούσιοι, δώστε το σακούλι με δύο κέρματα.
Οδηγέ, λέει ο πλούσιος ,πάρε αυτό τον κόκορα από το κεφάλι μου και βάλτον στο κοπάδι των ταύρων. Ίσως εκεί τον πάρει κάποιος. Ο οδηγός παίρνει τον κόκορα και τον βάζει μέσα στο κοπάδι. Η χαρά του κόκορα! να βλέπατε πως έτρωγε τους ταύρους και τις αγελάδες. Μέχρι που τα έφαγε όλα, έγινε μεγάλος τεράστιος και πάλι πήγε στο παράθυρο του σπιτιού και απλώνοντας τα φτερά του κάλυψε όλο το σπίτι. Τότε άρχισε να φωνάζει ασταμάτητα:
-Κουκουρίγκου! πλούσιοι, δώστε το σακούλι με δύο κέρματα.
Ο πλούσιος μόλις το βλέπει αυτό σκάει από το κακό του, δίχως να ξέρει τι να κάνει, πως να ξεφορτωθεί τον κόκορα...Κάθονταν και σκέφτονταν... Και να που του ήρθε η ιδέα.
Θα τον βάλω μέσα στο πηγάδι με λεφτά ίσως αρχίσει να καταπίνει και θα του μείνει κανένα στο λαιμό και θα τον ξεφορτωθώ. Και όπως λέει,παίρνει τον κόκορα από το ένα φτερό, και τον βάζει μέσα στο πηγάδι με τα λεφτά. Τότε ο κόκορας αρχίζει να καταπίνει όλα τα λεφτά και αφήνει όλα τα κουτιά άδεια. Βγαίνει έξω και ξαναπάει στο παράθυρο του πλούσιου και αρχίζει πάλι τις φωνές:
-Κουκουρίγκου! πλούσιοι, δώστε το σακούλι με δύο κέρματα.
Μετά από όλα οσα έγιναν, ο πλούσιος κατάλαβε ότι δεν είχε τι άλλο να κάνει, του έδωσε το σακούλι. Ο κόκορας το πήρε με χαρά αφήνοντας τον πλούσιο ήσυχο. Όπως έφευγε τον ακολούθησαν πολλα πτηνά. Ο πλούσιος βλέποντας τα πτηνά πίσω από τον κόκορα είπε αναστενάζοντας:
-Ας πάει στο καλό και αυτός και τα πτηνά του! Καλά που ξεφορτώθηκα τον μπελά και τα προβλήματα.

Ο κόκορας προχωρούσε καμαρωτός, και τα πτηνα από πίσω του...Πήγαιναν και πήγαιναν... Μέχρι που έφτασαν πίσω στο σπίτι του γέρου! Από την πόρτα άρχισε να φωνάζει ''Κουκουρίγκου! Κουκουρίγκου!'' Και ο γέρος μόλις άκουσε τη φωνή του κόκορα, βγήκε έξω με χαρά! Ο γέρος μόλις τον βλέπει μεγάλο και όμορφο του ανήγει την πόρτα και τότε ο κόκορας λέει:
-Αφέντη βάλε ένα χαλί εδώ στη μέση της αυλής.
Ο γέρος γρήγορα βάζει το χαλί. Ο κόκορας τότε ανεβαίνει στο χαλί, κουνάει γρήγορα τα φτερά του και τότε όλη η αυλή γεμίζει με λεφτά. Ο γέρος βλέποντας αυτά τα πλούτη δεν ξερε τι να κάνει από τη χαρά του. Μόλις ήρθε και η γριά βλέποντας αυτά τα πλούτη, έλαμψαν τα μάτια από την κακία της.
-Γέρο, λέει αυτή με ντροπή, δώσε μου και εμένα μερικά λεφτά.
-Άσε την όρεξη σου για λεφτά, λέει ο γέρος!! Όταν σου ζήτησα αυγά θυμάσαι τι μου απάντησες; "Χτύπα και εσύ την κότα σου γιατί και εγώ έτσι έκανα" !!!!

Τότε η γριά πήγε στο κοτέτσι, πήρε τη κότα από την ουρά και της έδωσε ένα καλό ξύλο που σου έρχοταν να κλάψεις από την λύπη σου! Η καημενη κότα, μόλις ξέφυγε από τα χέρια της γριάς, πήρε τους δρόμους και όπως πήγαινε βρήκε μία χάντρα που την κατάπιε!!! Έτσι, έτρέξε πίσω στο σπίτι τις γριάς φωνάζοντας:
-''Κοτ Κοτ Κοτοκοντάκ!'' Η γριά βγήκε έξω μπροστά στην κότα χαρούμενη. Η κότα πήδηξε πάνω από τον φράχτη και πήγε στη φωλιά της.Ύστερα από μία ώρα, η κότα σηκώθηκε και η γριά ενθουσιασμένη έριξε μια ματιά στη φωλία της. Μόλις ανακάλυψε ότι η κότα έβγαλε μία χάντρα, αντί για χρήματα, την πήρε και την βάρεσε μέχρι που πέθανε...Ο γέρος ήταν πολύ πλούσιος πια... Είχε φτιάξει πολλά σπίτια με αυλές. Έτσι,πήρε την γριά για καθαρίστρια και τον κόκορα τον έπαιρνε παντού μαζί του, έχοντας ένα χρυσό μέταλλιο στο λαιμό.

Ά.Μ.Ε.