Αλβανία

Το χρυσό μήλο

  Κάποτε υπήρχε ένας βασιλιάς που είπε σε όλο το βασίλειο του: "Όποιος μου πει το μεγαλύτερο ψέμα, θα του δώσω ένα χρυσό μήλο!!!" Πολλοί πήγαν, αλλά εκείνος τους απαντούσε: "Ωραία τα ψέματα σας αλλά που να ξέρω εγώ, ότι δεν είναι αληθινά;".

 Μια ημέρα ένας χωριάτης πήγε στον βασιλιά και του είπε:

-Κύριε, δώστε μου πίσω τα χρυσαφικά μου!

-Ποια χρυσαφικά; Είπε ο βασιλιάς.

-Τα χρυσαφικά που μου πήρατε  πριν μια βδομάδα!

-Ψέματα, λες δεν σου πήρα τα χρυσαφικά σου! Είπε ο βασιλιάς φωνάζοντας.

-Άμα αυτό είναι ψέμα, είπε ο χωριάτης, τότε διάταξε να μου φέρουν το χρυσό μήλο!

Ο περήφανος βασιλιάς δεν ήθελε να παραδοθεί και είπε:

-Ααα ναι, δεν λες ψέματα, μου έδωσες τα χρυσαφικά σου πριν μια βδομάδα!!!  

- Αααα, το θυμηθήκατε βασιλιά; Διατάξτε τώρα να μου φέρουν τα χρυσαφικά μου!!! Είπε ο χωριάτης.

Τι να 'κανε και ο βασιλιάς; Αναγκάστηκε να δώσει το χρυσό μήλο στον έξυπνο χωριάτη.

Φ.Τ.

 

Το πιο γλυκό ψωμί

  

     Ζούσε κάποτε ένας πολύς πλούσιος και ευτυχισμένος βασιλιάς, που ξαφνικά αισθάνθηκε πλήξη και τίποτα δεν μπορούσε να τον ευχαριστήσει πια. Δεν ενδιαφερόταν για το βασίλειό του, τους υπηκόους του και δεν ήθελε φάει κανένα από τα φαγητά που του ετοίμαζαν οι μάγειροι του παλατιού.

    Ο σύμβουλος του βασιλιά καλούσε κάθε μέρα στο παλάτι όλους τους ξακουστούς γιατρούς για να βρουν την αρρώστια του. Κανένας όμως δεν μπορούσε να γιατρέψει το βασιλιά. Σκέφτηκε τότε να καλέσει ένα γερό σοφό, που έμενε μακριά από την πόλη και μπορούσε να δίνει λύσεις σ’ όλα τα προβλήματα.

    Ο γερο-σοφός ήρθε στο παλάτι, είδε το βασιλιά πολύ αδύνατο κι εξαντλημένο και τον ρώτησε:

- «Μήπως, βασιλιά μου, έχεις κάποιο πρόβλημα με το λαό σου;»

- «Όχι», απάντησε ο βασιλιάς. «Εμένα δε με νοιάζει για κανέναν».

- «Μήπως δουλεύεις πολύ;»

-«Όχι, γέροντά μου! Δε με βλέπεις; Είμαι όλη μέρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου.»

-«Μήπως επιθύμησες κάτι και δεν το έχεις;» ξαναρώτησε ο γέροντας.

- «Ποτέ δε μου έχει συμβεί αυτό», απάντησε ο βασιλιάς. «Ό,τι επιθυμήσω το έχω στη στιγμή.»

    Ο γερο-σοφός σκέφτηκε λίγο και μετά συμβούλεψε το βασιλιά να διατάξει τους μάγειρές του να του ζυμώσουν το πιο γλυκό ψωμί. Οι μάγειρες του παλατιού έψαχναν παντού να βρουν τα πιο αγνά υλικά για να ζυμώσουν το πιο γλυκό ψωμί. Γνήσιο μέλι, φρέσκο γάλα, ψιλή ζάχαρη, αμύγδαλα και καλοκοσκινισμένο αλεύρι. Ζύμωσαν, έτσι, και ροδόψησαν πολλά καρβέλια ψωμί, που μοσχοβολούσαν σ’ όλο το παλάτι, μα ο βασιλιάς δεν μπορούσε να φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί. Τότε ο σύμβουλος του βασιλιά έστειλε τους στρατιώτες να βρουν το γερο-σοφό και να τον τιμωρήσουν αν δεν έβρισκε κάποια άλλη λύση.

    Ο γερο-σοφός ήρθε πάλι στο παλάτι και είπε στο βασιλιά: « Πάμε μαζί στην καλύβα μου, κι αν σε τρεις μέρες δε σου φτιάξω το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου, μπορείς να με τιμωρήσεις όπως εσύ θέλεις.» Ο βασιλιάς τότε πήρε την απόφαση ν’ ακολουθήσει το γερο- σοφό στην καλύβα του. Ντύθηκε φτωχικά σαν το γέρο και ξεκίνησαν. Περπάτησαν μαζί ώρες πολλές ασταμάτητα ώσπου να φτάσουν στην καλύβα. Όταν έφτασαν, ο γερο-σοφός είπε στο βασιλιά:  «Πάρε, παιδί μου, το μεγάλο μου δρεπάνι και πήγαινε στο χωράφι να θερίσεις το στάρι μου, γιατί εγώ είμαι πια γέρος και ανήμπορος.» Ο βασιλιάς υπάκουσε το γέρο και θέρισε όλη τη μεριά κάτω από τον καυτό ήλιο. Το βράδυ, όταν τελείωσε τη δουλειά, γύρισε στην καλύβα και, κουρασμένος όπως ήταν, καληνύχτισε το γέρο κι έπεσε για ύπνο. Κανένας από τους δυο δεν έκανε κουβέντα για φαγητό.

            Πρωί-πρωί, ο βασιλιάς ξύπνησε ξεκούραστος και με όρεξη για δουλειά. Ο γέρος ευχαριστημένος του είπε: «Μπράβο, παλικάρι μου, χθες δούλεψες σκληρά. Σήμερα πήγαινε να κουβαλήσεις τα δεμάτια στο αλώνι να τα αλωνίσουμε.» Ο βασιλιάς υπάκουσε πάλι στις εντολές του γερο-σοφού και τελείωσε μέχρι το βράδυ όλη τη δουλειά. Το βράδυ όμως που γύρισε στην καλύβα αισθάνθηκε για πρώτη φορά πείνα! Αλλά ο γερο-σοφός του είπε πάλι ευχαριστημένος:  «Καλά τα κατάφερες και σήμερα παιδί μου! Πάμε τώρα να κοιμηθούμε γιατί αύριο μας περιμένει πολλή δουλειά.» Έτσι ο βασιλιάς ντράπηκε να του ζητήσει φαγητό και κοιμήθηκαν για δεύτερη βραδιά κουρασμένοι και νηστικοί.

    Τ’ άλλο πρωί, ο γέρος βρήκε κι άλλη δουλειά για το βασιλιά: «Πάρε σήμερα, παιδί μου», του είπε, «τα σακιά με το σιτάρι, πήγαινέ τα στο μύλο να τα αλέσεις και σαν τελειώσεις φέρε το αλεύρι στην καλύβα.» Μέχρι το μεσημέρι ο βασιλιάς είχε τελειώσει τη δουλειά, αλλά αισθανόταν μια τρομερή πείνα.  «Γέρο, πεινάω!» είπε ο βασιλιάς  μόλις γύρισε στην καλύβα. Ο γερο-σοφός του ζήτησε ν’ ανάψει το φούρνο και άρχισε να ζυμώνει το ψωμί. Τρεις φορές ο βασιλιάς φώναξε «πεινάω!» και ο γέρος τον παρακάλεσε να κάνει υπομονή μέχρι να πλάσει, να φουρνίσει και να ψήσει τα καρβέλια.

    Μετά από λίγη ώρα, μια μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί γαργάλησε τη μύτη του βασιλιά. Και είχε τόσο μεγάλη πείνα, που άρπαξε ένα ζεστό καρβέλι ψωμί και άρχισε να το τρώει με λαιμαργία. «Γέρο, μπράβο σου!» φώναξε ενθουσιασμένος ο βασιλιάς. «Κατάφερες να μου φτιάξεις το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!» Ο γερο-σοφός εξήγησε τότε στο βασιλιά ότι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου είναι αυτό που φτιάχνουμε μόνοι μας, αφού δουλέψουμε σκληρά και κουραστούμε, γι’ αυτό και το απολαμβάνουμε μ’ ευχαρίστηση.

    Την άλλη μέρα ο βασιλιάς γύρισε με χαρά στο παλάτι του και ρίχτηκε στη δουλειά. Ενδιαφερόταν για το λαό του και γύριζε όλες τις γειτονιές του βασιλείου του, κάνοντας μεγάλα έργα.

 

Γ.Τ.

 

η κατσίκα και τα τέσσερα κατσικάκια    

    Μια μέρα ήταν μια μαμά κατσίκα με τέσσερα κατσικάκια. Η μαμά κατσίκα είπε στα κατσικάκια να μην ανοίξουν την πόρτα σε κανέναν. Ο λύκος είδε τη μαμά κατσίκα να φεύγει, πήγε στο σπίτι και χτύπησε την πόρτα. Τα κατσικάκια ρώτησαν: «Ποιος είναι»; Ο λύκος απάντησε: «Είμαι η μαμά σας». Τα κατσικάκια δεν τον πίστεψαν και του είπαν: «Βάλε το  πόδι σου κάτω από την πόρτα». Ο λύκος μπήκε σε ένα τσουβάλι με αλεύρι και μετά έβαλε το πόδι του κάτω από την πόρτα. Τα κατσικάκια του είπαν: «Τα κλειδιά τα έχεις εσύ».  Ο λύκος απάντησε: «Τα έχασα». Τότε τα κατσικάκια του είπαν να πηδήξει από το τζάκι . Μετά έβαλαν μια κατσαρόλα με ζεστό νερό. Ο λύκος πήδηξε μέσα στην κατσαρόλα. Τα κατσικάκια έβαλαν το καπάκι και ο λύκος πέθανε.

Έ. Ο.

παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια αλεπού. Μια μέρα η αλεπού έπεσε σε ένα πηγάδι. Προσπάθησε όσο προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε να βγει. Μετά αποφάσισε να περιμένει, γιατί δεν ήξερε πώς να βγει. Ένα κατσικάκι το έπιασε δίψα και πήγε στο πηγάδι για να πιει νερό. Εκεί μέσα είδε την αλεπού και τη ρώτησε:

-Αλεπού, είναι καλό το νερό;

-Έλα καλύτερα εδώ κάτω, γιατί εδώ θα το γευτείς καλύτερα, απάντησε η αλεπού.

Το κατσικάκι κατέβηκε κάτω, αφού διψούσε, αλλά έλα που μετά δεν μπορούσε να βγει από το πηγάδι…

-Τι θα κάνουμε τώρα; είπε το κατσικάκι.πώς θα βγούμε από το πηγάδι;

Η αλεπού του είπε:

-Μην ανησυχείς. Έχω σκεφτεί εγώ και για τους δυο μας.κοίτα πώς θα βγούμε…

Σήκωσε πρώτη τα πόδια κι έφερε κοντά τα κέρατα στον τοίχο του πηγαδιού. Όταν ανέβω πάνω στην πλάτη σου, θα σε τραβήξω και θα βοηθήσω κι εσένα.

Το κατσικάκι δέχτηκε. Η αλεπού πήδηξε στην πλάτη του, ισορρόπησε στα κέρατά του, βγήκε από το πηγάδι και άρχισε να απομακρύνεται.

Το κατσικάκι της φώναξε:

-Αλεπού, εμένα με ξέχασες;

Τότε το κατσικάκι της έκανε «κήρυγμα» ότι  δεν κράτησε την υπόσχεσή της. Η αλεπού γύρισε και του είπε:

-Αγαπημένο μου κατσικάκι, αν είχες τόσο μυαλό όσο οι τρίχες του πηγουνιού σου, δεν θα κατέβαινες κάτω στο πηγάδι αλλά θα σκεφτόσουν ότι δεν πρόκειται να έβγαινες.

Π. Σ.

 Η Κοτσόμι

Ήταν ένα γέρικο ζευγάρι που δεν είχε παιδιά. Μια μέρα ο άντρας θα έβγαινε βόλτα. Φόρεσε το παντελόνι, την μπλούζα του και πήγε να φορέσει τα παπούτσια. Φόρεσε το ένα, πήγε να φορέσει και το άλλο, αλλά δεν του έμπαινε στο πόδι. Έψαξε το παπούτσι και βρήκε μέσα ένα ποντικάκι. Ήταν θηλυκό και το ονόμασαν Κοτσομί. Μεγάλωσε το «κοριτσάκι» .

Μια μέρα που οι γονείς της θα πήγαιναν στο χωράφι της είπαν: «Φτιάξε μας για μεσημεριανό τραχανά. Όμως μην τον ανακατέψεις με το μικρό κουταλάκι, γιατί θα πέσεις μέσα. Ανακάτεψέ τον με το μεγάλο κουτάλι. Η Κοτσομί άρχισε. Όμως ξέχασε αυτά που της είπαν και πήρε το μικρό κουταλάκι. Άρχισε να ανακατεύει και πουφ! έπεσε μέσα.

 Όταν γύρισαν από το χωράφι, ο παππούς και η γιαγιά, δεν έβρισκαν την Κοτσομί. Την έψαξαν παντού: στους φίλους τους, στους γείτονες, στους συγγενείς. Μα πουθενά.

Η γιαγιά είπε τότε στον παππού: «Έλα να πάμε να φάμε και θα γυρίσει η Κοτσομί μας». Άρχισε η γιαγιά να σερβίρει τον τραχανά. Έριξε στο πιάτο του παππού και έπεσε μέσα και η Κοτσομί. Άρχισαν να κλαίνε. Της έκαναν την κηδεία.

Έ. Τ.

Η Κοκκινοσκουφίτσα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της. Το έλεγαν Κοκκινοσκουφίτσα. Μια μέρα πήγε στο δάσος να μαζέψει φρούτα για τη γιαγιά της. Βγήκε κι ο λύκος και μόλις τον είδε η Κοκκινοσκουφίτσα, ξεκίνησε γρήγορα να πάει στο σπίτι της γιαγιάς της. Ο λύκος πήγε στο σπίτι της γιαγιάς της, πριν από την Κοκκινοσκουφίτσα, έδεσε τη γιαγιά, φόρεσε τα ρούχα της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της.

Φτάνει η Κοκκινοσκουφίτσα στο σπίτι της γιαγιάς της και τη βλέπει ξαπλωμένη. Τότε άρχισει να τη ρωτάει.

-Γιατί γιαγιά έχεις μεγάλη μύτη;

-Για να μυρίζω καλύτερα, απαντάει η γιαγιά.

-Γιατί έχεις μεγάλα αυτιά;

-Για να ακούω καλύτερα.

-Γιατί έχεις μεγάλα πόδια;

-Για να τρέχω πιο γρήγορα.

-Γιατί έχεις μεγάλα δόντια;

-Για να τρώω καλύτερα.

Τότε η κοκκινοσκουφίτσα κατάλαβε ότι μπροστά της είχε το λύκο και όχι τη γιαγιά της. Έψαξε τη γιαγιά της μέσα στο σπίτι, τη βρήκε κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο, της άνοιξε και την έλυσε. Η κοκκινοσκουφίτσα έκλαιγε και αγκάλιασε σφιχτά τη γιαγιά της.

Τότε ήρθε ο παππούς της Κοκκινοσκουφίτσας και σκότωσε το λύκο με το τσεκούρι.

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

                                                Ε. Κ.